- παραπλασμος
- παραπλασμόςπαρα-πλασμόςὅ преобразование Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραπλασμός — change of grammatical form masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλασμός — ὁ, Α [παραπλάσσω] 1. μεταβολή τού γραμματικού τύπου 2. ο κηρός που έφραζε τις οπές αυλού … Dictionary of Greek
παραπλασμοῦ — παραπλασμός change of grammatical form masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)